- λαφύστιος
- λαφύστιος, -ία, -ον (Α)1. λαίμαργος, αδηφάγος2. αυτός που κατασπαράχθηκε3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Λαφύστιοςα) προσωνυμία τού Διός στους Μινύες τού Ορχομενούβ) προσωνυμία τού Διονύσου στη Βοιωτία4. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. οπαδός τού Διονύσου («γυναῑκες λαφύστιαι», Λυκόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λαφύσσω και χρησιμοποιήθηκε ως προσωνυμία τού Διός με σημ. «αυτός που καταβροχθίζει», επειδή στη λατρεία τού θεού αυτού ήταν χαρακτηριστικές οι ανθρωποθυσίες].
Dictionary of Greek. 2013.